- νησοειδής
- νησο-ειδής, ές,A like an island, Str.3.1.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νησοειδής — νησοειδής, ές (Α) [νήσος] αυτός που μοιάζει με νησί («τῷ δ ὕψει μέγα καὶ ὄρθιον ὥστε πόρρωθεν νησοειδὲς φαίνεσθαι», Στράθ.) … Dictionary of Greek
νησοειδῆ — νησοειδής like an island neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νησοειδής like an island masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νησοειδής like an island masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νησοειδές — νησοειδής like an island masc/fem voc sg νησοειδής like an island neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήσος — η (ΑΜ νῆσος, Α δωρ. τ. νᾱσος και ροδ. τ. νᾱσσος) έκταση ξηράς, μικρότερη από ήπειρο, η οποία περιβάλλεται από ύδατα, νησί νεοελλ. φρ. «νήσος τού Ράιλ» ανατ. τμήμα τού φλοιού τών εγκεφαλικών ημισφαιρίων που βρίσκεται κάτω από την καλύπτρα, την… … Dictionary of Greek